- θυηπολώ
- θυηπολῶ, -έω (Α) [θυηπόλος]1. ασχολούμαι με θυσίες, είμαι θυηπόλος*2. (μτθ.) θυσιάζω κάτι («γέρας βρότειον τῷ Κρόνῳ θυηπολεῑν», Σοφ.3. παθ. θυηπολούμαιγεμίζω από θυσίες, είμαι γεμάτος από προσφορές θυσιών («θυηπολεῑται δ' ἄστυ μάντεων ὕπο» — η πόλη είναι γεμάτη θυσίες από τους μάντεις, Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.